αλλοιωτικός

αλλοιωτικός
η , όν вызывающий изменение; пагубно воздействующий;

αλλοιωτική επίδρασις των οξέων επί των μετάλλων — коррозийное воздействие кислот на металлы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλλοιωτικός" в других словарях:

  • αλλοιωτικός — ή, ό (Α ἀλλοιωτικός, ή, όν) [ἀλλοιῶ] αυτός που μπορεί να επιφέρει αλλοίωση, μεταβολή …   Dictionary of Greek

  • αλλοιώτικος — η, ο βλ. αλλιώτικος …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοιωτικά — ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc pl ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc/acc dual ἀλλοιωτικά̱ , ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικῶν — ἀλλοιωτικός transformative fem gen pl ἀλλοιωτικός transformative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικόν — ἀλλοιωτικός transformative masc acc sg ἀλλοιωτικός transformative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικαί — ἀλλοιωτικός transformative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικοῖς — ἀλλοιωτικός transformative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικοῦ — ἀλλοιωτικός transformative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικᾷ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικῆς — ἀλλοιωτικός transformative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτικῇ — ἀλλοιωτικός transformative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»